Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oceanògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oʧeaˈnɔgrafo]

ωκεανογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oceanografico ocellato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oceanina (θηλ.ουσ)
oceanino (επίθ.)
oceano (ουσ αρσ )
oceanografia (θηλ.ουσ)
oceanografico (επίθ.)
oceanografo (ουσ αρσ )
ocellato (επίθ.)
ocello (ουσ αρσ )
oclocratico (επίθ.)
oclocrazia (θηλ.ουσ)
ocra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ocraceo (επίθ.)
oculare (ουσ αρσ )
oculare (επίθ.)
oculatamente (επίρ.)
oculatezza (θηλ.ουσ)
oculato (επίθ.)
oculista (ουσ αρσ )
oculistica (θηλ.ουσ)
oculistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---