Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oculatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okulaˈtettsa]

1 σύνεση
2 φρόνηση
3 προφύλαξη
4 φρονιμάδα
5 περίσκεψη
6 οξύνοια
7 εξυπνάδα
8 επιφυλακτικότητα
9 προσοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oculatamente oculato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ocra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ocraceo (επίθ.)
oculare (ουσ αρσ )
oculare (επίθ.)
oculatamente (επίρ.)
oculatezza (θηλ.ουσ)
oculato (επίθ.)
oculista (ουσ αρσ )
oculistica (θηλ.ουσ)
oculistico (επίθ.)
oculomotore (επίθ.)
odalisca (θηλ.ουσ)
ode (θηλ.ουσ)
odiabile (επίθ.)
odiare (ρ. μτβ.)
odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)
odierno (επίθ.)
odinofagia (θηλ.ουσ)
odinofobia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---