Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


odiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈdjato]

1 ειδεχθής
2 άσχημος
3 κακομούτσουνος
4 σιχαμένος
5 φρικαλέος
6 αποκρουστικός
7 θεομίσητος
8 μισητός
9 σιχαμερός
10 απαίσιος
11 βδελυρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  odiarsi odierno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

odalisca (θηλ.ουσ)
ode (θηλ.ουσ)
odiabile (επίθ.)
odiare (ρ. μτβ.)
odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)
odierno (επίθ.)
odinofagia (θηλ.ουσ)
odinofobia (θηλ.ουσ)
odio (ουσ αρσ )
odiosamente (επίρ.)
odiosità (θηλ.ουσ)
odioso (επίθ.)
odissea (θηλ.ουσ)
odisseo (ουσ αρσ )
odografo (αρσ. επίθ και ουσ)
odometro (ουσ αρσ )
odonomastica (θηλ.ουσ)
odontalgia (θηλ.ουσ)
odontalgico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---