Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόodontalgìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [odontalˈʤia] 1 πονόδοντος 2 οδοντόπονος 3 οδονταλγία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |