Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


odontoiatrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [odontojaˈtria]

οδοντιατρική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  odontoiatra odontoiatrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

odonomastica (θηλ.ουσ)
odontalgia (θηλ.ουσ)
odontalgico (επίθ.)
odontogenesi (θηλ.ουσ)
odontoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
odontoiatria (θηλ.ουσ)
odontoiatrico (επίθ.)
odontolite (θηλ.ουσ)
odontologia (θηλ.ουσ)
odontologico (επίθ.)
odontometro (ουσ αρσ )
odontotecnica (θηλ.ουσ)
odontotecnico (ουσ αρσ )
odontotecnico (επίθ.)
odorare (ρ.αμτβ.)
odorare (ρ. μτβ.)
odorato (ουσ αρσ )
odorato (επίθ.)
odore (ουσ αρσ )
odorifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---