Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόodontolìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [odontoˈlite] 1 πουρί δοντιών 2 τρυγία 3 οδοντική πλάκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |