Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


odièrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈdjɛrno]

1 ομόχρονος
2 μοντέρνος
3 συγκαιρινός
4 ταυτόχρονος
5 σύγκαιρος
6 που γίνεται σήμερα
7 σημερινός
8 σύγχρονος
9 τωρινός
10 του παρόντος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  odiato odinofagia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ode (θηλ.ουσ)
odiabile (επίθ.)
odiare (ρ. μτβ.)
odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)
odierno (επίθ.)
odinofagia (θηλ.ουσ)
odinofobia (θηλ.ουσ)
odio (ουσ αρσ )
odiosamente (επίρ.)
odiosità (θηλ.ουσ)
odioso (επίθ.)
odissea (θηλ.ουσ)
odisseo (ουσ αρσ )
odografo (αρσ. επίθ και ουσ)
odometro (ουσ αρσ )
odonomastica (θηλ.ουσ)
odontalgia (θηλ.ουσ)
odontalgico (επίθ.)
odontogenesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---