Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔdjo]

το μίσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  odinofobia odiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)
odierno (επίθ.)
odinofagia (θηλ.ουσ)
odinofobia (θηλ.ουσ)
odio (ουσ αρσ )
odiosamente (επίρ.)
odiosità (θηλ.ουσ)
odioso (επίθ.)
odissea (θηλ.ουσ)
odisseo (ουσ αρσ )
odografo (αρσ. επίθ και ουσ)
odometro (ουσ αρσ )
odonomastica (θηλ.ουσ)
odontalgia (θηλ.ουσ)
odontalgico (επίθ.)
odontogenesi (θηλ.ουσ)
odontoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
odontoiatria (θηλ.ουσ)
odontoiatrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---