Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òde  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔde]

1 σύστημα τροπαρίων
2 τραγούδι
3 ύμνος
4 ωδή
5 λυρικό άσμα
6 ποίημα υμνητικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  odalisca odiabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oculista (ουσ αρσ )
oculistica (θηλ.ουσ)
oculistico (επίθ.)
oculomotore (επίθ.)
odalisca (θηλ.ουσ)
ode (θηλ.ουσ)
odiabile (επίθ.)
odiare (ρ. μτβ.)
odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)
odierno (επίθ.)
odinofagia (θηλ.ουσ)
odinofobia (θηλ.ουσ)
odio (ουσ αρσ )
odiosamente (επίρ.)
odiosità (θηλ.ουσ)
odioso (επίθ.)
odissea (θηλ.ουσ)
odisseo (ουσ αρσ )
odografo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---