Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oculìsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okuˈlista]

ο οφθαλμιάτρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oculato oculistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oculare (ουσ αρσ )
oculare (επίθ.)
oculatamente (επίρ.)
oculatezza (θηλ.ουσ)
oculato (επίθ.)
oculista (ουσ αρσ )
oculistica (θηλ.ουσ)
oculistico (επίθ.)
oculomotore (επίθ.)
odalisca (θηλ.ουσ)
ode (θηλ.ουσ)
odiabile (επίθ.)
odiare (ρ. μτβ.)
odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)
odierno (επίθ.)
odinofagia (θηλ.ουσ)
odinofobia (θηλ.ουσ)
odio (ουσ αρσ )
odiosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---