Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oculàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okuˈlare]

προσοφθάλμιος φακός

oculàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okuˈlare]

1 οφθαλμικός
2 οπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ocraceo oculatamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


testimone [αρσ.] oculare = αυτόπτης μάρτυρας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ocello (ουσ αρσ )
oclocratico (επίθ.)
oclocrazia (θηλ.ουσ)
ocra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ocraceo (επίθ.)
oculare (ουσ αρσ )
oculare (επίθ.)
oculatamente (επίρ.)
oculatezza (θηλ.ουσ)
oculato (επίθ.)
oculista (ουσ αρσ )
oculistica (θηλ.ουσ)
oculistico (επίθ.)
oculomotore (επίθ.)
odalisca (θηλ.ουσ)
ode (θηλ.ουσ)
odiabile (επίθ.)
odiare (ρ. μτβ.)
odiarsi (ρ.μ. (αντων.))
odiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---