Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occupàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [okkuˈpare]

1 (tenere posto) καταλαμβάνω
2 (ingombrare) πιάνω χώρο
3 (tempo) ξοδεύω

occupàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [okkuˈparsi]

1 (interessarsi) απασχολούμαι
2 (prendersi cura) φροντίζω γιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occupante occupato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


occupare spazio = πιάνω χώρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occultistico (επίθ.)
occulto (αρσ. επίθ και ουσ)
occupabile (επίθ.)
occupante (ουσ αρσ και θηλ.)
occupante (επίθ.)
occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)
occupato (αρσ. επίθ και ουσ)
occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)
occupazione (θηλ.ουσ)
oceanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
Oceania (κύρ.όν. θηλ.)
oceaniano (ουσ αρσ )
oceaniano (επίθ.)
oceanico (επίθ.)
oceanina (θηλ.ουσ)
oceanino (επίθ.)
oceano (ουσ αρσ )
oceanografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---