Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oceaniàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oʧeaˈnjano]

κάτοικος της Ωκεανίας

oceaniàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oʧeaˈnjano]

ο της Ωκεανίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Oceania oceanico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)
occupazione (θηλ.ουσ)
oceanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
Oceania (κύρ.όν. θηλ.)
oceaniano (ουσ αρσ )
oceaniano (επίθ.)
oceanico (επίθ.)
oceanina (θηλ.ουσ)
oceanino (επίθ.)
oceano (ουσ αρσ )
oceanografia (θηλ.ουσ)
oceanografico (επίθ.)
oceanografo (ουσ αρσ )
ocellato (επίθ.)
ocello (ουσ αρσ )
oclocratico (επίθ.)
oclocrazia (θηλ.ουσ)
ocra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ocraceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---