Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoceànico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oʧeˈaniko] 1 τεράστιος 2 αχανής 3 ποντοπόρος 4 ωκεάνιος 5 ωκεανοπόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |