Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occultatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okkultaˈtore]

άνθρωπος που αποκρύπτει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occultarsi occultazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occultabile (επίθ.)
occultamente (επίρ.)
occultamento (ουσ αρσ )
occultare (ρ. μτβ.)
occultarsi (ρ.μ. (αντων.))
occultatore (ουσ αρσ )
occultazione (θηλ.ουσ)
occultezza (θηλ.ουσ)
occultismo (ουσ αρσ )
occultista (ουσ αρσ και θηλ.)
occultistico (επίθ.)
occulto (αρσ. επίθ και ουσ)
occupabile (επίθ.)
occupante (ουσ αρσ και θηλ.)
occupante (επίθ.)
occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)
occupato (αρσ. επίθ και ουσ)
occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---