ItalianoGreco


occorrènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛnte]

τα απαραίτητα

occorrènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛnte]

1 αδήριτος
2 επιτακτικός
3 επιβεβλημένος
4 αναγκαίος
5 απαραίτητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---