Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occorrènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛnte]

τα απαραίτητα

occorrènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛnte]

1 αδήριτος
2 επιτακτικός
3 επιβεβλημένος
4 αναγκαίος
5 απαραίτητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occluso occorrenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occludere (ρ. μτβ.)
occlusione (θηλ.ουσ)
occlusiva (θηλ.ουσ)
occlusivo (επίθ.)
occluso (αρσ. επίθ και ουσ)
occorrente (ουσ αρσ )
occorrente (επίθ.)
occorrenza (θηλ.ουσ)
occorrere (ρ.αμτβ.)
occultabile (επίθ.)
occultamente (επίρ.)
occultamento (ουσ αρσ )
occultare (ρ. μτβ.)
occultarsi (ρ.μ. (αντων.))
occultatore (ουσ αρσ )
occultazione (θηλ.ουσ)
occultezza (θηλ.ουσ)
occultismo (ουσ αρσ )
occultista (ουσ αρσ και θηλ.)
occultistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---