Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόocclusióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [okkluˈzjone] 1 σύγκλιση (δοντιών) 2 έμφραξη 3 απόφραξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |