Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occlusìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okkluˈziva]

σύμφωνο που προφέρεται με κλειστό στόμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occlusione occlusivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occiduo (επίθ.)
occipitale (αρσ. επίθ και ουσ)
occipite (ουσ αρσ )
occludere (ρ. μτβ.)
occlusione (θηλ.ουσ)
occlusiva (θηλ.ουσ)
occlusivo (επίθ.)
occluso (αρσ. επίθ και ουσ)
occorrente (ουσ αρσ )
occorrente (επίθ.)
occorrenza (θηλ.ουσ)
occorrere (ρ.αμτβ.)
occultabile (επίθ.)
occultamente (επίρ.)
occultamento (ουσ αρσ )
occultare (ρ. μτβ.)
occultarsi (ρ.μ. (αντων.))
occultatore (ουσ αρσ )
occultazione (θηλ.ουσ)
occultezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---