Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόocchiellatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [okkjellaˈtriʧe] 1 διατρητική μηχανή 2 μηχανή που φτιάχνει κουμπότρυπες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |