Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔkkjo] το μάτι, ο οφθαλμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa occhio e croce = με το μάτι || chiudere un occhio = κάνω τα στραβά μάτια || dare nell'occhio = χτυπώ στο μάτι || mal [αρσ.] d'occhi = ο πονόματος || mettere gli occhi addosso a qualcuno = εχω κανέναν στο μάτι || strizzare l'occhio = κλείνω το μάτι || tieni d'occhio il portafoglio! = το πορτοφόλι και τα μάτια σου! || uovo [αρσ.] all'occhio di bue [αρσ.] = το αυγό μάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |