Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occidentalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [otʧidentalidˈdzare]

δυτικοποιώ

occidentalizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [otʧidentalidˈdzarsi]

δυτικοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occidentalista occidentalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occhiuto (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentalismo (ουσ αρσ )
occidentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
occidentalizzare (ρ. μτβ.)
occidentalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
occidentalizzazione (θηλ.ουσ)
occidente (ουσ αρσ )
occiduo (επίθ.)
occipitale (αρσ. επίθ και ουσ)
occipite (ουσ αρσ )
occludere (ρ. μτβ.)
occlusione (θηλ.ουσ)
occlusiva (θηλ.ουσ)
occlusivo (επίθ.)
occluso (αρσ. επίθ και ουσ)
occorrente (ουσ αρσ )
occorrente (επίθ.)
occorrenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---