Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occhiùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okˈkjuto]

1 διεισδυτικός
2 γρήγορος σε αντίληψη και σοφός
3 πανούργος
4 ανοιχτομάτης
5 με βούλες χρωματιστές διακοσμημένος
6 οξύνους
7 πανέξυπνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occhione occidentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occhiello (ουσ αρσ )
occhietto (ουσ αρσ )
occhino (ουσ αρσ )
occhio (ουσ αρσ )
occhione (ουσ αρσ )
occhiuto (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentale (επίθ.)
occidentalismo (ουσ αρσ )
occidentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
occidentalizzare (ρ. μτβ.)
occidentalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
occidentalizzazione (θηλ.ουσ)
occidente (ουσ αρσ )
occiduo (επίθ.)
occipitale (αρσ. επίθ και ουσ)
occipite (ουσ αρσ )
occludere (ρ. μτβ.)
occlusione (θηλ.ουσ)
occlusiva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---