Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόocchieggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [okkjedˈʤare] 1 ξεπροβάλλω 2 βγάζω κεφάλι 3 αναδύομαι μερικά 4 αρχίζω να φαίνομαι occhieggiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [okkjedˈʤare] 1 θωρώ 2 κοιτάζω κάθε τόσο 3 κοιτάζω ξελιγωμένα 4 γλυκοκοιτάζω 5 κάνω τα γλυκά μάτια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |