Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grattarsi (ρ.μ. (αντων.)) gravìmetro (ουσ αρσ )
grattàta (θηλ.ουσ) gravìna (θηλ.ουσ)
grattàto (επίθ.) gravità (θηλ.ουσ)
grattatùra (θηλ.ουσ) gravitàre (ρ.αμτβ.)
grattìno (ουσ αρσ ) gravitazionàle (επίθ.)
grattùgia (θηλ.ουσ) gravitazióne (θηλ.ουσ)
grattugiàre (ρ. μτβ.) gravitóne (ουσ αρσ )
gratuità (θηλ.ουσ) gravosità (θηλ.ουσ)
gratuitaménte (επίρ.) gravóso (επίθ.)
gratùito, gratuìto (επίθ.) gràzia (θηλ.ουσ)
gravàbile (επίθ.) graziàre (ρ. μτβ.)
gravàme (ουσ αρσ ) graziàto (επίθ.)
gravàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) gràzie (θηλ. ουσ πληθ.)
gravàto (επίθ.) gràzie (επιφ.)
gràve (ουσ αρσ ) graziosaménte (επίρ.)
gràve (επίθ.) graziosità (θηλ.ουσ)
graveménte (επίρ.) grazióso (επίθ.)
graveolènte (επίθ.) grèca (θηλ.ουσ)
graveolènza (θηλ.ουσ) grecàle (ουσ αρσ )
gravézza (θηλ.ουσ) grecànico (επίθ.)
gravidànza (θηλ.ουσ) grecàre (ρ. μτβ.)
gravìdico (επίθ.) Grècia (θηλ.ουσ)
gràvido (επίθ.) grecìsmo (ουσ αρσ )
gravimetrìa (θηλ.ουσ) grecìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gravimètrico (επίθ.) grecità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: