Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volatilizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) volitività (θηλ.ουσ)
volatilizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) volitìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
volatilizzazióne (θηλ.ουσ) volizióne (θηλ.ουσ)
volatóre (αρσ. επίθ και ουσ) vólo (ουσ αρσ )
vol–au–vent (ουσ αρσ ) volontà (θηλ.ουσ)
volée (θηλ.ουσ) volontariaménte (επίρ.)
volènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) volontariàto (ουσ αρσ )
volenteróso (επίθ.) volontarietà (θηλ.ουσ)
volentièri (επίρ.) volontàrio (ουσ αρσ )
volére (ουσ αρσ ) volontàrio (επίθ.)
volére (ρ. μτβ.) volontarìsmo (ουσ αρσ )
volgàre (ουσ αρσ ) volontarìstico (επίθ.)
volgàre (επίθ.) volonteróso (επίθ.)
volgarìsmo (ουσ αρσ ) volontièri (επίρ.)
volgarità (θηλ.ουσ) volovelìsmo (ουσ αρσ )
volgarizzaménto (ουσ αρσ ) volovelìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
volgarizzàre (ρ. μτβ.) volpacchiòtto (ουσ αρσ )
volgarizzatóre (ουσ αρσ ) vólpe (θηλ.ουσ)
volgarizzazióne (θηλ.ουσ) volpeggiàre (ρ.αμτβ.)
volgàta (θηλ.ουσ) volpìno (ουσ αρσ )
vòlgere (ρ. μτβ. και αμετβ.) volpìno (επίθ.)
volgersi (ρ.μ. (αντων.)) volpòca (θηλ.ουσ)
vólgo (ουσ αρσ ) volpóne (ουσ αρσ )
volièra (θηλ.ουσ) vòlt (ουσ αρσ )
volitàre (ρ.αμτβ.) vòlta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: