Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spècchio (ουσ αρσ ) specìllo (ουσ αρσ )
speciàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) spècimen (ουσ αρσ )
specialìsta (ουσ αρσ και θηλ.) speciosaménte (επίρ.)
specialìsta (επίθ.) speciosità (θηλ.ουσ)
specialìstico (επίθ.) specióso (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ) spèco (ουσ αρσ )
specializzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) spècola (θηλ.ουσ)
specializzàrsi (ρ. μ. αμτβ.) spècolo (ουσ αρσ )
specializzàto (επίθ.) speculàbile (επίθ.)
specializzazióne (θηλ.ουσ) speculàre (επίθ.)
specialménte (επίρ.) speculàre (ρ.αμτβ.)
speciazióne (θηλ.ουσ) speculàre (ρ. μτβ.)
spècie (θηλ.ουσ) speculativaménte (επίρ.)
specìfica (θηλ.ουσ) speculatìvo (επίθ.)
specificàbile (επίθ.) speculatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
specificaménte (επίρ.) speculatòrio (επίθ.)
specificàre (ρ. μτβ.) speculazióne (θηλ.ουσ)
specificataménte (επίρ.) spèculum (ουσ αρσ )
specificatìvo (επίθ.) spedalità (θηλ.ουσ)
specificàto (επίθ.) spedalizzàre (ρ. μτβ.)
specificazióne (θηλ.ουσ) spedantìre (ρ. μτβ.)
specificità (θηλ.ουσ) spedìre (ρ. μτβ.)
specìfico (ουσ αρσ ) speditaménte (επίρ.)
specìfico (επίθ.) speditézza (θηλ.ουσ)
specillàre (ρ. μτβ.) speditìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: