Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [speʧifiˈkare]

προσδιορίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specificamente specificatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speciazione (θηλ.ουσ)
specie (θηλ.ουσ)
specifica (θηλ.ουσ)
specificabile (επίθ.)
specificamente (επίρ.)
specificare (ρ. μτβ.)
specificatamente (επίρ.)
specificativo (επίθ.)
specificato (επίθ.)
specificazione (θηλ.ουσ)
specificità (θηλ.ουσ)
specifico (ουσ αρσ )
specifico (επίθ.)
specillare (ρ. μτβ.)
specillo (ουσ αρσ )
specimen (ουσ αρσ )
speciosamente (επίρ.)
speciosità (θηλ.ουσ)
specioso (επίθ.)
speco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---