Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspèco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛko] 1 πόρος (ανατομία) 2 διώρυγα (ανατομία) 3 σπήλαιο 4 σπηλιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |