Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spèco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛko]

1 πόρος (ανατομία)
2 διώρυγα (ανατομία)
3 σπήλαιο
4 σπηλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specioso specola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

specillo (ουσ αρσ )
specimen (ουσ αρσ )
speciosamente (επίρ.)
speciosità (θηλ.ουσ)
specioso (επίθ.)
speco (ουσ αρσ )
specola (θηλ.ουσ)
specolo (ουσ αρσ )
speculabile (επίθ.)
speculare (επίθ.)
speculare (ρ.αμτβ.)
speculare (ρ. μτβ.)
speculativamente (επίρ.)
speculativo (επίθ.)
speculatore (αρσ. επίθ και ουσ)
speculatorio (επίθ.)
speculazione (θηλ.ουσ)
speculum (ουσ αρσ )
spedalità (θηλ.ουσ)
spedalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---