Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speculatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spekulaˈtivo]

1 επικίνδυνος
2 παράβολος
3 που περιέχει κερδοσκοπική τάση
4 αβέβαιος
5 συλλογιστικός
6 θεωρητικός
7 κερδοσκοπικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speculativamente speculatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speculabile (επίθ.)
speculare (επίθ.)
speculare (ρ.αμτβ.)
speculare (ρ. μτβ.)
speculativamente (επίρ.)
speculativo (επίθ.)
speculatore (αρσ. επίθ και ουσ)
speculatorio (επίθ.)
speculazione (θηλ.ουσ)
speculum (ουσ αρσ )
spedalità (θηλ.ουσ)
spedalizzare (ρ. μτβ.)
spedantire (ρ. μτβ.)
spedire (ρ. μτβ.)
speditamente (επίρ.)
speditezza (θηλ.ουσ)
speditivo (επίθ.)
spedito (επίθ.)
speditore (ουσ αρσ )
speditore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---