Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spedìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [speˈdito]

1 σβέλτος
2 εύστροφος
3 ταχύς
4 αγιάτρευτος
5 αποφασισμένος (από τους γιατρούς)
6 αδέσμευτος
7 πρόθυμος
8 έτοιμος
9 γρήγορος
10 γοργός
11 άμεσος
12 προετοιμασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speditivo speditore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spedantire (ρ. μτβ.)
spedire (ρ. μτβ.)
speditamente (επίρ.)
speditezza (θηλ.ουσ)
speditivo (επίθ.)
spedito (επίθ.)
speditore (ουσ αρσ )
speditore (επίθ.)
spedizione (θηλ.ουσ)
spedizioniere (ουσ αρσ )
spegnare (ρ. μτβ.)
spegnere (ρ. μτβ.)
spegnersi (ρ. μ. αμτβ.)
spegnimento (ουσ αρσ )
spegnitoio (ουσ αρσ )
spegnitore (ουσ αρσ )
spegnitura (θηλ.ουσ)
spelacchiamento (ουσ αρσ )
spelacchiare (ρ. μτβ.)
spelacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---