Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spegniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [speɲɲiˈmento]

1 καταστολή
2 ακινητοποίηση
3 κατάσβεση
4 κατάπνιξη
5 εξάλειψη
6 σβήσιμο
7 σταμάτημα
8 κλείσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spegnersi spegnitoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spedizione (θηλ.ουσ)
spedizioniere (ουσ αρσ )
spegnare (ρ. μτβ.)
spegnere (ρ. μτβ.)
spegnersi (ρ. μ. αμτβ.)
spegnimento (ουσ αρσ )
spegnitoio (ουσ αρσ )
spegnitore (ουσ αρσ )
spegnitura (θηλ.ουσ)
spelacchiamento (ουσ αρσ )
spelacchiare (ρ. μτβ.)
spelacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spelacchiato (επίθ.)
spelare (ρ.αμτβ.)
spelare (ρ. μτβ.)
spelarsi (ρ.μ. (αντων.))
spelatura (θηλ.ουσ)
speleo (επίθ.)
speleologia (θηλ.ουσ)
speleologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---