Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspegnitóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [speɲɲiˈtojo] 1 σβέστης 2 κατασβεστήρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |