Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spelatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spelaˈtura]

1 άτριχο κομμάτι
2 χνούδι από βαμβάκι
3 αφαίρεση των μαλλιών
4 πέσιμο των μαλλιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spelarsi speleo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spelacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spelacchiato (επίθ.)
spelare (ρ.αμτβ.)
spelare (ρ. μτβ.)
spelarsi (ρ.μ. (αντων.))
spelatura (θηλ.ουσ)
speleo (επίθ.)
speleologia (θηλ.ουσ)
speleologico (επίθ.)
speleologo (ουσ αρσ )
spellare (ρ. μτβ.)
spellarsi (ρ.μ. (αντων.))
spellatura (θηλ.ουσ)
spellicciare (ρ. μτβ.)
spelonca (θηλ.ουσ)
spelta (θηλ.ουσ)
spendaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
spendere (ρ. μτβ.)
spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---