Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spelónca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [speˈlonka]

1 κρύπτη
2 κρησφύγετο
3 λημέρι
4 τρώγλη
5 φωλιά θηρίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spellicciare spelta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speleologo (ουσ αρσ )
spellare (ρ. μτβ.)
spellarsi (ρ.μ. (αντων.))
spellatura (θηλ.ουσ)
spellicciare (ρ. μτβ.)
spelonca (θηλ.ουσ)
spelta (θηλ.ουσ)
spendaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
spendere (ρ. μτβ.)
spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)
spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)
spenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
spennacchiare (ρ. μτβ.)
spennacchiato (επίθ.)
spennare (ρ. μτβ.)
spennarsi (ρ.μ. (αντων.))
spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---