Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spelˈlare]

1 ξεσκίζω
2 γδύνω από περιουσία
3 γρατσουνίζω
4 γδέρνω
5 ξεγδέρνω

spellarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spelˈlarsi]

ξεπλουδίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speleologo spellatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spelatura (θηλ.ουσ)
speleo (επίθ.)
speleologia (θηλ.ουσ)
speleologico (επίθ.)
speleologo (ουσ αρσ )
spellare (ρ. μτβ.)
spellarsi (ρ.μ. (αντων.))
spellatura (θηλ.ουσ)
spellicciare (ρ. μτβ.)
spelonca (θηλ.ουσ)
spelta (θηλ.ουσ)
spendaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
spendere (ρ. μτβ.)
spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)
spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)
spenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
spennacchiare (ρ. μτβ.)
spennacchiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---