Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spennacchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spennakˈkjare]

1 ξετινάζω (στα χαρτιά)
2 αποσπώ με βία
3 ξεπουπουλιάζω (στα χαρτιά)
4 μαδώ
5 ξεπουπουλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spenditore spennacchiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)
spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)
spenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
spennacchiare (ρ. μτβ.)
spennacchiato (επίθ.)
spennare (ρ. μτβ.)
spennarsi (ρ.μ. (αντων.))
spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)
spennellata (θηλ.ουσ)
spennellatura (θηλ.ουσ)
spensieratamente (επίρ.)
spensieratezza (θηλ.ουσ)
spensierato (ουσ αρσ )
spensierato (επίθ.)
spento (επίθ.)
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---