Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spenderéccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spendeˈretʧo]

1 ακριβός
2 πλουσιοπάροχος
3 δαπανηρός
4 πολυέξοδος
5 πολυδάπανος
6 ανοιχτοχέρης
7 σπάταλος
8 άσωτος
9 άμετρος
10 σκορποχέρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spendere spendibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spellicciare (ρ. μτβ.)
spelonca (θηλ.ουσ)
spelta (θηλ.ουσ)
spendaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
spendere (ρ. μτβ.)
spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)
spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)
spenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
spennacchiare (ρ. μτβ.)
spennacchiato (επίθ.)
spennare (ρ. μτβ.)
spennarsi (ρ.μ. (αντων.))
spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)
spennellata (θηλ.ουσ)
spennellatura (θηλ.ουσ)
spensieratamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---