Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spennàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spenˈnare]

1 ξετινάζω (στα χαρτιά)
2 αποσπώ με βία
3 ξεπαραδιάζω
4 μαδώ
5 ξεπουπουλιάζω
6 ξεπουπουλιάζω (στα χαρτιά)

spennarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spenˈnarsi]

1 μαδώ
2 χάνω τα φτερά μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spennacchiato spennata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)
spenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
spennacchiare (ρ. μτβ.)
spennacchiato (επίθ.)
spennare (ρ. μτβ.)
spennarsi (ρ.μ. (αντων.))
spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)
spennellata (θηλ.ουσ)
spennellatura (θηλ.ουσ)
spensieratamente (επίρ.)
spensieratezza (θηλ.ουσ)
spensierato (ουσ αρσ )
spensierato (επίθ.)
spento (επίθ.)
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spenzoloni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---