Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spenzolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spendzoˈlare]

1 αιωρούμαι
2 κρέμομαι
3 κρεμιέμαι ελεύθερα
4 εξαρτιέμαι

spenzolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spendzoˈlarsi]

1 αιωρούμαι
2 κρέμομαι
3 κρεμιέμαι ελεύθερα
4 εξαρτιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spento spenzoloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spensieratamente (επίρ.)
spensieratezza (θηλ.ουσ)
spensierato (ουσ αρσ )
spensierato (επίθ.)
spento (επίθ.)
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spenzoloni (επίρ.)
sperabile (επίθ.)
speranza (θηλ.ουσ)
speranzoso (επίθ.)
sperare (ρ.αμτβ.)
sperare (ρ. μτβ.)
speratura (θηλ.ουσ)
sperdere (ρ. μτβ.)
sperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
sperdimento (ουσ αρσ )
sperduto (επίθ.)
sperequare (ρ. μτβ.)
sperequato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---