Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [speraˈtura]

εξέταση μεταξύ φωτός και ματιού (πχ σε ένα αβγό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperare sperdere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperabile (επίθ.)
speranza (θηλ.ουσ)
speranzoso (επίθ.)
sperare (ρ.αμτβ.)
sperare (ρ. μτβ.)
speratura (θηλ.ουσ)
sperdere (ρ. μτβ.)
sperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
sperdimento (ουσ αρσ )
sperduto (επίθ.)
sperequare (ρ. μτβ.)
sperequato (επίθ.)
sperequazione (θηλ.ουσ)
spergiuramento (ουσ αρσ )
spergiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spergiuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
spergiuro (ουσ αρσ )
spergiuro (επίθ.)
spericolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spericolato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---