Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspericolàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sperikoˈlato] ριψοκίνδυνος άνθρωπος spericolàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sperikoˈlato] 1 επικίνδυνος 2 ριψοκίνδυνος 3 απόκοτος 4 παράτολμος 5 απερίσκεπτα τολμηρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |