Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spèrma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛrma]

1 αρσενικός γαμέτης
2 σπέρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperlano spermaceti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sperimentato (επίθ.)
sperimentatore (ουσ αρσ )
sperimentazione (θηλ.ουσ)
sperlano (ουσ αρσ )
sperma (ουσ αρσ )
spermaceti (ουσ αρσ )
spermatico (επίθ.)
spermatogenesi (θηλ.ουσ)
spermatologia (θηλ.ουσ)
spermatorrea (θηλ.ουσ)
spermatozoo (ουσ αρσ )
spermicida (επίθ.)
speronamento (ουσ αρσ )
speronare (ρ. μτβ.)
speronata (θηλ.ουσ)
speronato (επίθ.)
sperone (ουσ αρσ )
speronella (θηλ.ουσ)
sperperamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---