Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spermatozòo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spermatodˈdzɔo]

σπερματοζωάριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spermatorrea spermicida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spermaceti (ουσ αρσ )
spermatico (επίθ.)
spermatogenesi (θηλ.ουσ)
spermatologia (θηλ.ουσ)
spermatorrea (θηλ.ουσ)
spermatozoo (ουσ αρσ )
spermicida (επίθ.)
speronamento (ουσ αρσ )
speronare (ρ. μτβ.)
speronata (θηλ.ουσ)
speronato (επίθ.)
sperone (ουσ αρσ )
speronella (θηλ.ουσ)
sperperamento (ουσ αρσ )
sperperare (ρ. μτβ.)
sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---