Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spèrpero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛrpero]

1 ανεμοσκόρπισμα
2 κατασπατάληση
3 διασκόρπιση
4 ξεκοκάλισμα
5 κατασώτευση
6 άμετρο ξόδεμα
7 σπατάλη
8 άσκοπη και συνεχής δαπάνη
9 άσκοπη και υπερβολική δαπάνη
10 διασπάθιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperperio sperpetua  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speronella (θηλ.ουσ)
sperperamento (ουσ αρσ )
sperperare (ρ. μτβ.)
sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)
spesseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spessezza (θηλ.ουσ)
spessimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---