Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spesseggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spessedˈʤare]

1 συμβαίνω συχνά
2 συχνάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spesato spessezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)
spesseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spessezza (θηλ.ουσ)
spessimetro (ουσ αρσ )
spesso (επίθ.)
spesso (επίρ.)
spessore (ουσ αρσ )
spetezzare (ρ.αμτβ.)
spett. (σύντ.)
spettabile (επίθ.)
spettacolare (επίθ.)
spettacolarità (θηλ.ουσ)
spettacolo (ουσ αρσ )
spettacolosamente (επίρ.)
spettacoloso (επίθ.)
spettante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---