Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spettacolarità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spettakolariˈta]

θεαματικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spettacolare spettacolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spessore (ουσ αρσ )
spetezzare (ρ.αμτβ.)
spett. (σύντ.)
spettabile (επίθ.)
spettacolare (επίθ.)
spettacolarità (θηλ.ουσ)
spettacolo (ουσ αρσ )
spettacolosamente (επίρ.)
spettacoloso (επίθ.)
spettante (επίθ.)
spettanza (θηλ.ουσ)
spettare (ρ.αμτβ.)
spettatore (ουσ αρσ )
spettegolare (ρ.αμτβ.)
spettinare (ρ. μτβ.)
spettinato (επίθ.)
spettrale (επίθ.)
spettro (ουσ αρσ )
spettrochimica (θηλ.ουσ)
spettroeliografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---