Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spettegolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spettegoˈlare]

1 κουτσομπολιάζω
2 σπερμολογώ
3 φλυαρώ
4 κακολογίζω
5 κουτσομπολεύω
6 διαβάλλω
7 κακολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spettatore spettinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spettacoloso (επίθ.)
spettante (επίθ.)
spettanza (θηλ.ουσ)
spettare (ρ.αμτβ.)
spettatore (ουσ αρσ )
spettegolare (ρ.αμτβ.)
spettinare (ρ. μτβ.)
spettinato (επίθ.)
spettrale (επίθ.)
spettro (ουσ αρσ )
spettrochimica (θηλ.ουσ)
spettroeliografico (επίθ.)
spettroeliografo (ουσ αρσ )
spettroeliogramma (ουσ αρσ )
spettroelioscopico (επίθ.)
spettroelioscopio (ουσ αρσ )
spettrofotometria (θηλ.ουσ)
spettrofotometrico (επίθ.)
spettrofotometro (ουσ αρσ )
spettrografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---