Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spettacolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spettakoˈloso], [spettakoˈlozo]

1 εξαιρετικός
2 επιβλητικός
3 φανταστικός
4 θεαματικός
5 εντυπωσιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spettacolosamente spettante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spettabile (επίθ.)
spettacolare (επίθ.)
spettacolarità (θηλ.ουσ)
spettacolo (ουσ αρσ )
spettacolosamente (επίρ.)
spettacoloso (επίθ.)
spettante (επίθ.)
spettanza (θηλ.ουσ)
spettare (ρ.αμτβ.)
spettatore (ουσ αρσ )
spettegolare (ρ.αμτβ.)
spettinare (ρ. μτβ.)
spettinato (επίθ.)
spettrale (επίθ.)
spettro (ουσ αρσ )
spettrochimica (θηλ.ουσ)
spettroeliografico (επίθ.)
spettroeliografo (ουσ αρσ )
spettroeliogramma (ουσ αρσ )
spettroelioscopico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---