spettànza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [spetˈtantsa]
1 αμοιβή
2 τα οφειλόμενα
3 προαιρετική αμοιβή
4 αντιμισθία
5 το οφειλόμενο
6 αρμοδιότητα
7 ενδιαφέρον
8 καταλληλότητα
9 δικαιοδοσία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [spetˈtantsa]
1 αμοιβή
2 τα οφειλόμενα
3 προαιρετική αμοιβή
4 αντιμισθία
5 το οφειλόμενο
6 αρμοδιότητα
7 ενδιαφέρον
8 καταλληλότητα
9 δικαιοδοσία
permalink
spettanza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android