Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spèttro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛttro]

1 ίσκιωμα
2 ίσκιος
3 επινόημα της φαντασίας
4 φάσμα
5 φαντασιοκόπημα
6 είδωλο
7 πλάσμα της φαντασίας
8 φάντασμα
9 όνειρο
10 αερικό
11 στοιχειό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spettrale spettrochimica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spettatore (ουσ αρσ )
spettegolare (ρ.αμτβ.)
spettinare (ρ. μτβ.)
spettinato (επίθ.)
spettrale (επίθ.)
spettro (ουσ αρσ )
spettrochimica (θηλ.ουσ)
spettroeliografico (επίθ.)
spettroeliografo (ουσ αρσ )
spettroeliogramma (ουσ αρσ )
spettroelioscopico (επίθ.)
spettroelioscopio (ουσ αρσ )
spettrofotometria (θηλ.ουσ)
spettrofotometrico (επίθ.)
spettrofotometro (ουσ αρσ )
spettrografia (θηλ.ουσ)
spettrografico (επίθ.)
spettrografo (ουσ αρσ )
spettrogramma (ουσ αρσ )
spettrometria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---